- λαθίνοστος
- λαθίνοστος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὁ βραδύνων ἐπανελθεῑν».[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + νόστος «επιστροφή» (πρβλ. εύ-νοστος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… … Dictionary of Greek